- χρηματιστής
- ο1. αυτός που κάνει χρηματιστηριακές εργασίες.2. μεσίτης ή αντικριστής του χρηματιστηρίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρηματιστής — money getter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστής — ο, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων 2. (στην Αίγυπτο) δικαστής … Dictionary of Greek
χρηματισταῖς — χρηματιστής money getter masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισταί — χρηματιστής money getter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστοῦ — χρηματιστής money getter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστῇ — χρηματιστής money getter masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστήν — χρηματιστής money getter masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστῶν — χρηματιστής money getter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστάς — χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc acc pl χρηματιστά̱ς , χρηματιστής money getter masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek